Σε φυσιολογικές συνθήκες, οι μύες μας βρίσκονται σε μια ελαφρά συνεχή σύσπαση. Αυτό το φυσιολογικό φαινόμενο ονομάζεται μυϊκός τόνος και είναι απαραίτητος για να διατηρεί το σώμα μας τη φυσική του στάση, καθώς και για να διατηρούνται οι μύες μας σε ετοιμότητα όταν θέλουμε να επιτελέσουμε μια κίνηση. Ο έλεγχος του συστήματος αυτού γίνεται χωρίς τη θέληση μας (υποσυνείδητα) και υπόκειται σε πολλαπλούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς του νευρικού μας συστήματος.
Η σπαστικότητα αποτελεί μία μορφή διαταραχής του μυϊκού τόνου, όπου υπάρχει υπερβολική σύσπαση των μυών, σε βαθμό που ακόμη και σε άτομα με σχεδόν φυσιολογική μυική ισχύ, είναι αδύνατο να εκτελεστούν ομαλά οι εκούσιες κινήσεις. Παθήσεις όπως η εγκεφαλική παράλυση, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, βλάβες του νωτιαίου μυελού (τραυματισμός, όγκοι, ισχαιμικές βλάβες) μπορούν να προκαλέσουν σπαστικότητα. Άλλες παθήσεις όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας και άλλες νευροεκφυλιστικές καταστάσεις είναι επίσης αιτίες για την ανάπτυξη σπαστικότητας. Εκτός από τη παρεμπόδιση της αρμονικής κίνησης των μυών, συνυπάρχουν και μυικοί πόνοι καθώς και διαταραχή της φυσικής στάσης του σώματος λόγω της υπερτονίας, παράγοντες που επιδρούν πολύ αρνητικά στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Σύγχρονες νευροχειρουργικές μέθοδοι
Στην αντιμετώπιση των ασθενών με σπαστικότητα πρέπει να συμμετέχουν ιατροί και φυσιοθεραπευτές, ειδικοί στην αποκατάσταση. Η σύγχρονη νευροχειρουργική προσέγγιση παίζει σημαντικό ρόλο στην θεραπεία των ασθενών αυτών. Δυστυχώς όμως, τόσο οι ασθενείς και οι οικογένειές τους, όσο και οι θεραπευτές, πολλές φορές αγνοούν την ύπαρξη των σύγχρονων νευροχειρουργικών μεθόδων που μπορούν να βελτιώσουν εντυπωσιακά σε πολλές περιπτώσεις τη ζωή και τη λειτουργικότητα των ασθενών αυτών.
Επομένως η σωστή ενημέρωση τού ατόμου και της οικογένειας είναι μία σημαντική παράμετρος.
Η φαρμακευτική αγωγή από το στόμα, που χορηγεί ο θεράπων ιατρός (συνήθως νευρολόγος) είναι συχνά αποτελεσματική αλλά μερικές φορές δεν επαρκεί ή συνοδεύεται από συστηματικές παρενέργειες. Μια πιο σύγχρονη μέθοδος είναι η ενδορραχιαία έγχυση μπακλοφένης (baclofen). Η μπακλοφένη είναι ισχυρό μυοχαλαρωτικό. Η χορήγησή της μέσω αντλίας είναι μία σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση της σπαστικότητας διότι πολύ μικρή δοσολογία (1% της από του στόματος δόσης) είναι αποτελεσματική στην ελάττωση της σπαστικότητας. Η χειρουργική επέμβαση τοποθέτησης της αντλίας είναι μια απλή επέμβαση διάρκειας 30 λεπτών περίπου, υπό ολική αναισθησία. Η αντλία έπειτα μπορεί να λειτουργεί για χρόνια, χορηγώντας την απαιτούμενη δόση με ακρίβεια χιλιοστών του γραμμαρίου, σε 24ωρη βάση, χωρίς εξωτερική παρέμβαση. Η ρύθμιση της δοσολογίας, αν χρειαστεί, γίνεται με ειδικό τηλεχειριστήριο, που μπορεί να ελέγχει και ο ίδιος ο ασθενής. Για να τεκμηριωθεί η ωφέλεια της χορήγησης ενδοραχιαίας μπακλοφένης, πρέπει πριν την επέμβαση να γίνει η δοκιμασία χορήγησής της με οσφυονωτιαία παρακέντηση. Αν δεν υπάρξουν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως υπνηλία, ζάλη, ναυτία, υπόταση, και βελτιωθεί κλινικά η σπαστικότητα, τότε ο ασθενής είναι κατάλληλος για την επέμβαση.
Η μείωση της σπαστικότητας απαιτεί και παράλληλη εντατική φυσιοθεραπεία (πχ ασκήσεις διατήρησης τού εύρους κίνησης, υδροθεραπεία, κινησιοθεραπεία κλπ). Με την αύξηση της λειτουργικότητας οι ασθενείς μπορούν να ενδυναμώσουν τους μύες τους και να έχουν εντυπωσιακά καλύτερη ποιότητα ζωής.